- καπνοβιομήχανος
- ὁεπιχειρηματίας που ασχολείται με τη βιομηχανία και το εμπόριο καπνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + βιομήχανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνοβιομήχανος — ο ο επιχειρηματίας που ασχολείται με την καπνοβιομηχανία: Όλοι οι καπνοβιομήχανοι θεωρούνται πλούσιοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
σιγαροποιός — ο, Ν 1. τεχνίτης καπνοβιομηχανίας 2. ο ιδιοκτήτης τής παραπάνω βιομηχανίας, καπνοβιομήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγάρο «τσιγάρο, πούρο» + ποιός*. Η λ., στον πληθ. σιγαροποιοί, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek